lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα ισπανικά

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
acusar, afirmar, aseverar, certificar, comprobar, concertar, confirmar, contestar, corroborar, encontrar, sellar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα ισπανικά, acusar στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα ισπανικά