lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
acusar, afirmar, assegurar, certificar, confirmar, contestar, corroborar, ratificar, encontrar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα πορτογαλικά, acusar στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα πορτογαλικά