lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
bekrefte, bestyrke, bevise, bevitne, fastslå, konstatert
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα νορβηγικά, bekrefte στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα νορβηγικά