lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα γερμανικά

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
bejahen, bekräftigen, bestätigen, vergewissern, feststellen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα γερμανικά, bejahen στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα γερμανικά