lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβεβαιώνω στα δανική

Λέξη:
διαβεβαιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
bekræfte, bestyrke, bevise, fastslå, forsikre
Σχετικές λέξεις:
δανική διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω συνώνυμα, διαβεβαιώνω μεταφραση, διαβεβαιώνω english, διαβεβαιώνω στα δανική, bekræfte στα ελληνικά
διαβεβαιώνω στα δανική