lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα γαλλικά

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (21):
accumuler, amasser, assembler, assortir, bibeloter, botaniser, butiner, collecter, collectionner, compiler, crémer, cueillir, empiler, moissonner, rallier, ramasser, rassembler, recueillir, récolte, récolter, réunir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα γαλλικά, accumuler στα ελληνικά
συλλέγω στα γαλλικά