lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα ιταλικά

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
accumulare, adunare, ammassare, cogliere, mietere, raccogliere, raccolta, raccolto, radunare, riunire, riunirsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα ιταλικά, accumulare στα ελληνικά
συλλέγω στα ιταλικά