lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα λευκορωσίας

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
гатаваць, збіраць, падаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα λευκορωσίας, гатаваць στα ελληνικά
συλλέγω στα λευκορωσίας