lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
acumular, ajuntar, alegar, amontoar, arrancar, captar, ceifar, coleccionar, colectar, colher, congregar, coser, empilhar, juntar, porfiásseis, postular, reunir, tirar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα πορτογαλικά, acumular στα ελληνικά
συλλέγω στα πορτογαλικά