lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα δανική

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
afgrøde, avling, forsamle, forsamles, hamstre, høst, høste, mønstr, pille, plukke, samba, samle
Σχετικές λέξεις:
δανική συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα δανική, afgrøde στα ελληνικά
συλλέγω στα δανική