lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα τσεχική

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (38):
akumulovat, hromadit, kosit, kupit, montovat, nabrat, nahromadit, nakupit, nasbírat, nashromáždit, natrhat, obírat, očesat, sbírat, sběr, sebrat, sesbírat, sestavit, sestavovat, shledat, shrnout, shrnovat, shromažďovat, shromáždit, sklidit, skládat, sklízet, složit, smontovat, svolat, trhat, vybrat, úroda, česat, žatva, žeň, žnout, žně
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα τσεχική, akumulovat στα ελληνικά
συλλέγω στα τσεχική