lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα γερμανικά

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
ablesen, anhäufen, auflesen, aufraffen, einsammeln, ernten, häufen, pflücken, raffen, sammeln, versammeln, zusammenfassen, zusammenkommen, zusammenstellen, zusammenziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα γερμανικά, ablesen στα ελληνικά
συλλέγω στα γερμανικά