lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα γερμανικά

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (21):
anstalt, arbeitsraum, arbeitszimmer, atelier, aufnahme, bank, betrieb, einrichtung, institut, institution, labor, laboratorium, niederlassung, saum, stift, werk, werksapotheke, werkstatt, werkstuhl, wettbewerbsfähigkeit, wette
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα γερμανικά, anstalt στα ελληνικά
ατελιέ στα γερμανικά