lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα τσεχική

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
ateliér, dílna, garsoniéra, instituce, laboratoř, podnik, ponk, pracoviště, pracovna, provozovna, sázka, ustanovení, založení, zařízení, závod, ústav
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα τσεχική, ateliér στα ελληνικά
ατελιέ στα τσεχική