lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα ουκρανικά

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
верстак, завод, майстерна, майстерня, млин, молоти, насадження, посадити, просо, рослина, саджати, садити, семінар, ставка, студія, фабрика, фрезувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα ουκρανικά, верстак στα ελληνικά
ατελιέ στα ουκρανικά