lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα νορβηγικά

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
anstalt, arbeidsværelse, atelier, bedrift, kuranstalt, laboratorium, studio, vad, veddemål, verk, verkstad, verksted
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα νορβηγικά, anstalt στα ελληνικά
ατελιέ στα νορβηγικά