lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα ιταλικά

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
bottega, laboratorio, officina, studio, banco, reparto, istituto, scommessa, stabilimento
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα ιταλικά, bottega στα ελληνικά
ατελιέ στα ιταλικά