lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα ουγγρική

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
bakállvány, dolgozószoba, faipari, gyár, laboratórium, munkaasztal, munkahely, műhely, növény, vállalat, üzem
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα ουγγρική, bakállvány στα ελληνικά
ατελιέ στα ουγγρική