lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
atelier, laboratório, oficina, banco, bastidor, cavalete, mesa, estabelecimento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα πορτογαλικά, atelier στα ελληνικά
ατελιέ στα πορτογαλικά