lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατελιέ στα δανική

Λέξη:
ατελιέ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
atelier, laboratorium, bænk, anstalt, bedrift, institution, kuranstalt, vad
Σχετικές λέξεις:
δανική ατελιέ, ατελιέ σπύρου βασιλείου, ατελιέ σίλια κριθαριώτη, ατελιέ πολέντας, ατελιέ νυφικών, ατελιέ λουκία, ατελιέ στα δανική, atelier στα ελληνικά
ατελιέ στα δανική