lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα γερμανικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (14):
abfragen, aufklären, aussuchen, beobachten, durchsuchen, erforschen, forschen, fragen, nachforschen, prüfen, studieren, suchen, untersuchen, überprüfen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα γερμανικά, abfragen στα ελληνικά
ερευνώ στα γερμανικά