lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα ρωσικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
выискивать, изучать, искать, исследовать, обследовать, обсуждать, осматривать, подыскивать, разыскивать, расследовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα ρωσικά, выискивать στα ελληνικά
ερευνώ στα ρωσικά