lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
analisar, averiguar, buscar, ensaiar, escavar, estudar, examinar, explorar, fiscalizar, historiar, indagar, inquirir, inspeccionar, interrogar, investigar, ondear, pesquisar, preparar, procurar, reconhecer, tactear, vistoriar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα πορτογαλικά, analisar στα ελληνικά
ερευνώ στα πορτογαλικά