lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα τσεχική

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (33):
bádat, bádání, dohlížet, hledat, hledání, hloubat, kontrolovat, ohledat, pozorovat, probádat, prohledat, prohlédnout, prohlížet, prozkoumat, průzkum, pátrat, pátrání, přebrat, přehlédnout, přehlížet, studovat, uvažovat, vyhledat, vyhledávat, vyhledávání, vyslýchat, vyzkoušet, vyšetřit, vyšetřovat, výzkum, zkontrolovat, zkoumat, zkoušet
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα τσεχική, bádat στα ελληνικά
ερευνώ στα τσεχική