lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα δανική

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
forhøre, forske, forskning, granske, kontrollere, studere, undersøge, undersøgelse, forskar, søge
Σχετικές λέξεις:
δανική ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα δανική, forhøre στα ελληνικά
ερευνώ στα δανική