lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα ιταλικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
approfondire, cercare, controllare, esaminare, esplorare, indagare, interrogare, investigare, ispezionare, ricerca, ricercare, saggiare, scrutare, visitare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα ιταλικά, approfondire στα ελληνικά
ερευνώ στα ιταλικά