lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ερευνώ στα νορβηγικά

Λέξη:
ερευνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (23):
avprova, etterforske, etterse, forhøre, forska, forske, forskning, gjennomgå, granska, granske, kontrollere, lekta, lete, leting, reviera, snoka, studere, søk, søka, søke, undersøke, undersøkt, utforske
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ερευνώ, ερευνώ το φυσικό κόσμο, ερευνώ συνώνυμα, ερευνώ και μαθαίνω το σώμα μου, ερευνώ και μαθαίνω, ερευνώ και ανακαλύπτω φυσική στ δημοτικού, ερευνώ στα νορβηγικά, avprova στα ελληνικά
ερευνώ στα νορβηγικά