lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικώ στα γερμανικά

Λέξη:
κατοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
bewohnen, bleiben, leben, wohnen, hausen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κατοικώ, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα γερμανικά, bewohnen στα ελληνικά
κατοικώ στα γερμανικά