lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ληστεύω στα τσεχική

Λέξη:
ληστεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
drancovat, krást, loupežit, loupit, okouzlit, oloupit, plenit, plundrovat, rabovat, uchvátit, uloupit, unést, vydrancovat, vykrást, vyloupit, vyplenit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ληστεύω, ληστεύω στα τσεχική, drancovat στα ελληνικά
ληστεύω στα τσεχική