lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κωμικός στα δανική

Λέξη:
κωμικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (26):
absurd, aparte, besynderlig, egen, ental, forunderlig, fremmed, komiker, komisk, kul, kunstig, kuriøs, latterlig, luftig, meningsløs, morsom, mærkelig, rar, rolig, sjov, snedig, sær, særegen, udenlandsk, underlig, urimelig
Σχετικές λέξεις:
δανική κωμικός, κωμικόσ μονόλογοσ, κωμικόσ διάλογοσ, κωμικός συνώνυμα, γερμανός κωμικός, γάλλος κωμικός, κωμικός στα δανική, absurd στα ελληνικά
κωμικός στα δανική