lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κωμικός στα σουηδικά

Λέξη:
κωμικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (28):
aparte, befängd, besynnerlig, dråplig, egen, egendomlig, fånig, komisk, konstig, kul, kuriös, lustig, löjlig, märklig, märkvärdig, narraktig, orimlig, pussig, rar, rolig, skojig, skrattretande, snål, sär, säregen, tokig, underhållande, underlig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κωμικός, κωμικόσ μονόλογοσ, κωμικόσ διάλογοσ, κωμικός συνώνυμα, γερμανός κωμικός, γάλλος κωμικός, κωμικός στα σουηδικά, aparte στα ελληνικά
κωμικός στα σουηδικά