lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κωμικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
κωμικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
absurdo, alienígena, ameno, bizarro, bufo, burlesco, chasco, chistoso, chocante, cómico, divertido, engraçado, esquisito, estrangeiro, estranho, excêntrico, extravagante, grotesco, peregrino, recreativo, ridículo, risível
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κωμικός, κωμικόσ μονόλογοσ, κωμικόσ διάλογοσ, κωμικός συνώνυμα, γερμανός κωμικός, γάλλος κωμικός, κωμικός στα πορτογαλικά, absurdo στα ελληνικά
κωμικός στα πορτογαλικά