lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σίγουρος στα δανική

Λέξη:
σίγουρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
autentisk, en, et, fast, man, massiv, ordholden, plausibel, positiv, sikker, sæter, trolig, visse, ægte
Σχετικές λέξεις:
δανική σίγουρος, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνώνυμα, σίγουρος στα αγγλικά, σίγουρος γαλλικά, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος στα δανική, autentisk στα ελληνικά
σίγουρος στα δανική