lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σίγουρος στα νορβηγικά

Λέξη:
σίγουρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (21):
autentisk, avgjord, en, et, ett, fast, man, massiv, ordholden, plausibel, positiv, pålitelig, riskfri, sikker, stø, sæter, trolig, troverdig, trygg, viss, visst
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά σίγουρος, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνώνυμα, σίγουρος στα αγγλικά, σίγουρος γαλλικά, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος στα νορβηγικά, autentisk στα ελληνικά
σίγουρος στα νορβηγικά