lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σίγουρος στα σουηδικά

Λέξη:
σίγουρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
avgjord, bestämd, förvissad, man, plausibel, pålitlig, rejäl, riskfri, säker, tillförlitlig, trovärdig, trygg, vederhäftig, viss, visst
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σίγουρος, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνώνυμα, σίγουρος στα αγγλικά, σίγουρος γαλλικά, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος στα σουηδικά, avgjord στα ελληνικά
σίγουρος στα σουηδικά