lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σίγουρος στα ουκρανικά

Λέξη:
σίγουρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (36):
автентичний, авторитетний, акуратний, вигострений, визначений, вимовлений, вирішений, владний, відповідальний, відповідати, вірогідний, гострий, деякий, достовірний, заданий, закріплений, звук, звучати, здоровий, конкретний, міцний, наданий, надійний, обчислюваний, один, оселяється, певен, певний, правдивий, пунктуальний, рішучий, справжній, справний, суворий, точний, чіткий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σίγουρος, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνώνυμα, σίγουρος στα αγγλικά, σίγουρος γαλλικά, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος στα ουκρανικά, автентичний στα ελληνικά
σίγουρος στα ουκρανικά