lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σίγουρος στα γερμανικά

Λέξη:
σίγουρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (24):
ausgemacht, authentisch, bestimmt, einige, eins, fest, gefeit, gewiss, gewisser, glaubhaft, glaubwürdig, haltbar, hart, irgendein, kräftig, manch, massiv, plausibel, sicher, solide, standhaft, ständig, verlässlich, zuverlässig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σίγουρος, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνώνυμα, σίγουρος στα αγγλικά, σίγουρος γαλλικά, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος στα γερμανικά, ausgemacht στα ελληνικά
σίγουρος στα γερμανικά