lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα τσεχική

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
dominovat, opanovat, ovládat, ovládnout, panovat, převládat, převládnout, spravovat, vládnout, vévodit, zvládnout, zvítězit, řídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα τσεχική, dominovat στα ελληνικά
δεσπόζω στα τσεχική