lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα σουηδικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (12):
afficiera, akt, berörde, göra, handla, influera, inflytande, inverka, inverkan, mynna, påverka, verka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα σουηδικά, afficiera στα ελληνικά
επηρεάζω στα σουηδικά