lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απελπισμένος στα ρωσικά

Λέξη:
απελπισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
безвыходный, безнадежен, безнадежный, безнадёжный, обречен, обреченный, обречённый, отчаянный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά απελπισμένος, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος στα ρωσικά, безвыходный στα ελληνικά
απελπισμένος στα ρωσικά