lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απελπισμένος στα δανική

Λέξη:
απελπισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
desperat, hårløs
Σχετικές λέξεις:
δανική απελπισμένος, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος στα δανική, desperat στα ελληνικά
απελπισμένος στα δανική