lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
паўплываць, уздзейнічаць, уплываць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα λευκορωσίας, паўплываць στα ελληνικά
επηρεάζω στα λευκορωσίας