lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
influenciar, influir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα πορτογαλικά, influenciar στα ελληνικά
επηρεάζω στα πορτογαλικά