lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα νορβηγικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
berøre, påverka, påvirke, verka, virke, akt, handla
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα νορβηγικά, berøre στα ελληνικά
επηρεάζω στα νορβηγικά