lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα ρωσικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
влиять, воздействовать, вплывать, втекать, наплывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα ρωσικά, влиять στα ελληνικά
επηρεάζω στα ρωσικά