lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα τσεχική

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
ovlivnit, působit, jednat, ovlivňovat, proudit, zapůsobit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα τσεχική, ovlivnit στα ελληνικά
επηρεάζω στα τσεχική