lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα πολωνική

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
oddziaływać, wpływać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα πολωνική, oddziaływać στα ελληνικά
επηρεάζω στα πολωνική