lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επηρεάζω στα αγγλικά

Λέξη:
επηρεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
affect, act, actuate, effect, get, got, influence, steam, stream, sway
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επηρεάζω, επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω in english, επηρεάζω στα αγγλικά, affect στα ελληνικά
επηρεάζω στα αγγλικά