lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
гадаваць, карміць, харчаваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας θηλάζω, θηλάζω στα λευκορωσίας, гадаваць στα ελληνικά
θηλάζω στα λευκορωσίας