lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θηλάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
θηλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
alimentar, amamentar, cear, comer, criar, nutrir, sustentar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά θηλάζω, θηλάζω στα πορτογαλικά, alimentar στα ελληνικά
θηλάζω στα πορτογαλικά